- νύναμαι
- νύναμαιGrammatical information: v.Meaning: νυνατός Cret. for δύναμαι, δυνατός;See also: s.there and on νόος.Page in Frisk: 2,
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
νύναμαι — (Α) (κρητ. τ.) δύναμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < δύναμαι, με αφομοιωτική τροπή τού δ σε ν. Η σύνδεση τού τ. με τη λ. νους* δεν θεωρείται πιθανή] … Dictionary of Greek
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek
νυνατός — νυνατός, ά, όν (Α) [νύναμαι] (κρητ. τ.) δυνατός … Dictionary of Greek